Κωστόπουλος Γ. Μάρκος
SOCIAL
  MEDIA                                     ΙΑΤΡΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ                                                             Αλ. Παπαναστασίου 133, Χαριλάου                                                             Τηλεφωνο: 2314.037070
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ email: drmarkosk@gmail.com κιν: 6936.974367
Ρευματολόγος Κωστόπουλος Γ. Μάρκος - Copyright© 2018
     
  Τηλέφωνα επικοινωνίας: 2314.037070 / 6936.974367
Μάρκος Γ. Κωστόπουλος MD
  Ειδικός Ρευματολόγος
Ο όρος Ρευματολογία προέρχεται από την ελληνική λέξη «ρεύμα» παράγωγο του ρήματος  «ρέω», που δείχνει κίνηση προς μία κατεύθυνση.Πρώτος ο Έλληνας γιατρός Ιπποκράτης χρησιμοποίησε τον όρο ρευματισμό για τις παθήσεις των αρθρώσεων. Πίστευε ότι ο ανθρώπινος οργανισμός αποτελείται από τέσσερις χυ- μούς: το αίμα, το φλέγμα, την κίτρινη και μέλαινα χολή.Οι παθήσεις των αρθρώσεων και γενικότερα οι ασθένειες οφείλονται σε διαταραχή της κίνησης ενός εκ των τεσσάρων χυμών.Αναλυτικότερα για τις ρευματικές παθήσεις πίστευε ότι μια ουσία που ξεκινά από τον εγκέφαλο και διαχέεται ως «ποτάμι» σε όλα τα ση- μεία του σώματος προκαλεί κακοδιαθεσία και ασθένεια. Είναι η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη του νευρο-ενδοκρινιλογικού άξονα. Το 1642 ο όρος rheumatism εισάγεται από τον Γάλλο γιατρό Dr. Baillou, ο οποίος τονίζει ότι η αρθρίτιδα είναι συστηματικό νόσημα. Σήμερα ο όρος Rheumatology και Rheumatic diseases έχουν καθιερωθεί από την διεθνή ιατρική κοινότητα για τη μελέτη και θεραπεία των επώδυνων καταστάσεων του μυοσκελετικού συστήματος. Ο όρος μυοσκελετικό σύστημα περιλαμβάνει τις ανθρώπινες δομές που συνεργάζονται ομαλά για την κίνηση και την στήριξη του ανθρώπινου σώματος.Δηλαδή τα οστά, συνδέσμους, τένοντες, ορογόνους θυλάκους, σπονδυλική στήλη.
Τι είναι η Ρευματολογία
Ποιές είναι οι ρευματικές παθήσεις
Τα ρευματικά νοσήματα είναι περισσότερα από 150. Μπορούμε να τα κατατάξουμε αδρά σε 5 κατηγορίες : Εκφυλιστικές παθήσεις , με κύριο αντιπρόσωπο την οστεοαρθρίτιδα. Πρόκειται για χρόνιες εκφυλιστικές διαταραχές,που σχετίζονται με τη φθορά του αρθρικού χόνδρου. Ο τελευταίος καλύπτει τις αρθρικές επιφάνειες και λειτουργεί σαν λιπαντικό σώμα, δηλαδή δίνει αντοχή και ανθεκτικότητα στην άρθρωση καθώς και την ικανότητα στα οστά να ολισθαίνουν ομαλά και ανώδυνα κατά την κίνηση. Αποτελείται κυρίως από νερό (>60%) και θεμέλια ουσία (ίνες κολλαγόνου-πρωτογλυκάνες-χονδροκύτταρα). Σιγά σιγά ο αρθρικός χόνδρος αφυδατώνεται,μειώνεται η περιεκτικότητά του σε πρωτεογλυκάνες, χάνει την ελαστικότητά του και παρουσιάζει ρωγμέςΤο υποκείμενο οστό αυξάνει σε μέγεθος αντιδραστικά, προβάλλει μέσα στην άρθρωση με συνέπεια τη δημιουργία οστικών «ρυγχών»,που ονομάζονται οστεόφυτα, τα λεγόμενα  «άλατα». Μειώνεται το εύρος της κίνησης που γίνεται επώδυνη. Πιο συχνά προσβάλλεται το γόνατο, το ισχίο, η σπονδυλική στήλη και οι μικρές αρθρώσεις άνω και κάτω άκρων. Αυτοάνοσες παθήσεις,ή νοσήματα του κολλαγόνου ή του συνδετικού ιστού. Ο ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος είναι να προστατεύει τον οργανισμό από τους ξένους εισβολείς π.χ. μικρόβια ενώ παράλληλα να αναγνωρίζει τα δικά του στοιχεία, να τα ανέχεται και να μην στρέφεται εναντίον τους.  Σε αυτές τις παθήσεις για άγνωστο λόγο, ο οργανισμός χάνει την ικανότητα αναγνώρισης του «δικού» του στοιχείου και στρέφει τους μηχανισμούς άμυνας λανθασμένα ενάντια των δικών του δομών.Ως συνέπεια έχουμε την καταστροφή του οργάνου-στόχου. Είναι πολυσυστηματικά νοσήματα, δηλαδή δεν περιορίζονται στο μυοσκελετικό σύστημα αλλά προσβάλλουν και άλλα όργανα όπως νεφρά-μάτια- δέρμα.Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα,ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος,η Ψωριασική Αρθρίτιδα, το Συστηματικό Σκληρό- δερμα, οι Αγγεϊτιδες , η Λεύκη, η Σκλήρυνση κατά πλάκας. Κρυσταλλογενείς αρθρίτιδες,με κυριότερο εκπρόσωπο την ουρική αρθρίτιδα. Ξεκινά από αυξημένη παραγωγή ουρικού οξέος,που δεν μπορεί να αποβληθεί από τους νεφρούς φυσιολογικά, συσσωρεύεται και δημιουργούνται κρύσταλλοι ουρικού οξέος που παγιδεύονται μέσα στην αρθρική κοιλότητα.Ο οργανισμός τους αναγνωρίζει ως ξένο σώμα και ενεργοποιεί τους μηχανισμούς καταστροφής τους.Η άρθρωση που πιο συχνά προσβάλλεται είναι η άρθρωση του μεγάλου δακτύλου του άκρου ποδιού και γι αυτό η νόσος είναι γνωστή και ως ποδάγρα. Μπορεί,επίσης, να έχουμε δημιουργία κρυστάλλων από άλλα μεταβολικά προϊόντα όπως πυροφωσφωρικού ασβεσρίου ή υδροξυαπατίτη. Μεταβολικά νοσήματα,όπως η οστεοπόρωση που αν δεν προληφθεί, οδηγεί σε σταδιακή μείωση της οστικής πυκνότητας και σε υποβάθμιση της ποιότητας του οστού. Έτσι, τα οστά γίνονται λιγότερο ανθεκτικά και δημιουργούνται εύκολα κατάγματα που υποβαθμίζουν τη ζωή του ασθενούς.Πιο συχνά προσβάλλονται οι γυναίκες μετά την εμμηνό- παυση, που χάνουν τη προστατευτική δράση των οιστρογόνων, άτομα που λαμβάνουν φάρμακα όπως κορτιζόνη και άτομα με ελλιπή διατροφή σε ασβέστιο και βιταμίνη D. Εξωαρθρικό ρευματισμό,π.χ. ινομυαλγία. Πρόκειται για ψυχοσωματική μεταβολή που εκδηλώνεται ως σωματικός πόνος με πόνο διάχυτο στους μυς και στις αρθρώσεις, αίσθημα κόπωσης, διαταραχές ύπνου, αίσθημα ανεπάρκειας ξεκούρασης και έλλειψη ενέργειας. Ρευματοειδής αρθρίτιδα Αγκυλοποιητική σπονδυλοαρθρίτιδα Ψωριασική σπονδυλοαρθρίτιδα Εντεροπαθητική σπονδυλοαρθρίτιδα Αντιδραστική σπονδυλοαρθρίτιδα Αδιαφοροποίητη σπονδυλοαρθρίτιδα Νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα Νόσος του Still Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος Σύνδρομο Sjogren Αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο Σύνδρομο επικάλυψης νοσημάτων του συνδετικού ιστού Μεικτή νόσος του συνδετικού ιστού Αδιαφοροποίητη νόσος του συνδετικού ιστού Συστηματική σκλήρυνση (Σκληρόδερμα) Σύνδρομο Raynaud Φλεγμονώδη μυοσίτιδα (πολυμυοσίτιδα, δερματομυοσίτιδα, κλπ) Ρευματική πολυμυαλγία Οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση Αγγειίτιδες οπως : Κροταφική αρτηρίτιδα Αρτηρίτιδα Takayasu Οζώδης πολυαρτηρίτιδα Κοκκιωμάτωση με πολυαγγειίτιδα - Κοκκιωμάτωση Wegener Ηωσινοφιλική κοκκιωμάτωση με πολυαγγειίτιδα - Σύνδρομο Churg-Strauss Μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα Αγγειίτιδα IgA - Πορφύρα Henoch-Schönlein Κρυοσφαριναμική αγγειίτιδα Νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet Σύνδρομο Cogan Αγγειίτιδα κεντρικού νευρικού συστήματος Επίσης ο ρευματολόγος είναι χρήσιμος σε διάφορες άλλες παθήσεις όπως : Οστεοαρθίτιδα Κρυσταλλογενείς αρθρίτιδες (αρθρίτιδα από ουρικό οξύ – ουρική αρθρίτιδα, ψευδο-ουρική αρθρίτιδα) Οσφυαλγία Αυχεναλγία DISH (Diffuse idiopathic Skeletal Hyperostosis – Διάχυτη ιδιοπαθής σκελετική υπερόστωση) Ινομυαλγία Οστεοπόρωση
Παραδείγματα ρευματικών παθήσεων
Ποιά είναι τα συμπτώματα των ρευματικών παθήσεων
Κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων ρευματικών παθήσεων είναι η  παρουσία φλεγμονής στις αρθρώσεις ή σε άλλη θέση του μυοσκελετικού συστήματος ή/και σε άλλα όργανα. Έτσι όχι μόνο τα συμπτώματα αλλά και τα σημεία των παθήσεων αυτών έχουν συχνά σχέση με τη φλεγμονή. Φυσιολογικά, η φλεγμονή είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που αναπτύσσεται από το ανοσοποιητικό σύστημα κατά την επίδραση ή εισβολή στον οργανισμό διάφορων βλαπτικών παραγόντων, όπως π.χ. μικρόβια, ιοί, χημικές ουσίες, τραυματισμοί κ.λπ. Στόχος της φλεγμονής είναι η εξουδετέρωση και εξάλειψη των βλαπτικών παραγόντων και η προστασία του οργανισμού από τους παράγοντες αυτούς.Στο μηχανισμό της φλεγμονής εμπλέκονται αφενός μεν πολλά κύτταρα, όπως π.χ. μακροφάγα και λευκοκύτταρα,  που καταφθάνουν στη θέση της φλεγμονής μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, και αφετέρου πολλές ουσίες που  έχουν συγκεκριμένες βιολογικές δράσεις και παράγονται από τα κύτταρα της φλεγμονής. Οι ουσίες αυτές, όπως π.χ. οι κυτταροκίνες, οι χημειοκίνες, τα προσ- κολλητικά μόρια κ.ά., δρώντας σε άλλα κύτταρα τα προσελκύουν στη θέση της φλεγμονής ή/και τα ενεργοποιούν για την παραγωγή άλλων ουσιών με τελικό αποτέλεσμα την εξουδετέρωση και εξάλειψη του βλαπτικού παράγοντα. Συνέπειες αυτής της φλεγμονώδους διεργασίας είναι ορισμένα κλινικά φαινόμενα που είναι χαρακτηριστικά της φλεγμονής. Τα φαινόμενα αυτά είναι ο πόνος, το οίδημα (πρήξιμο), η ερυθρότητα και η θερμότητα στη θέση της φλεγμονής. Στις ρευματικές παθήσεις που σχετίζονται με φλεγμονή υπάρχει για διάφορους λόγους “εκτροπή” των φλεγμονωδών μηχανισμών από τη φυσιολογική τους αποστολή με αποτέλεσμα να προκαλούνται βλάβες στους ιστούς και στα όργανα στα οποία  λαμβάνουν χώρα οι φλεγμονώδεις διεργασίες. Τα κύρια πάντως και κοινά χαρακτηριστικά συμπτώματα των ρευματικών παθήσεων είναι: - Πόνος στο μυοσκελετικό σύστημα που ανάλογα με τη μορφή και την εντόπιση της πάθησης μπορεί να αφορά αρθρώσεις, τένοντες, ορογόνους θυλάκους, μυς, οστά, τη μέση ή τον αυχένα. - Δυσκαμψία των αρθρώσεων, δηλ. δυσκολία στην κίνηση των αρθρώσεων,ιδιαίτερα μετά από ανάπαυση.Η σοβαρότητα μάλιστα και διάρκεια της δυσκαμψίας είναι πολύ χρήσιμες στη διάκριση μεταξύ ορισμένων ρευματικών παθήσεων. Η πρωινή δυσκαμψία π.χ. είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των φλεγμονωδών ρευματικών παθήσεων και έχει διάρκεια μεγάλη, πάνω από μισή ώρα. Αντίθετα, η δυσκαμψία μετά από ακινησία, που όμως διαρκεί μόνο λίγα λεπτά της ώρας,  είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της οστεοαρθρίτιδας.    - Περιορισμός των κινήσεων των αρθρώσεων ή της μέσης ή του αυχένα. Στις φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις  μπορεί να εμφανιστούν επιπλέον: - Γενικά συμπτώματα, όπως πυρετός, καταβολή δυνάμεων και αίσθημα κακουχίας. - Εξωαρθρικά συμπτώματα. Όταν, εκτός από το μυοσκελετικό σύστημα, έχουν προσβληθεί από τη ρευματική πάθηση και άλλα όργανα ή συστήματα, μπορεί ο ασθενής να παρουσιάζει συνήθως σε συνδυασμό με πόνους στο μυοσκελετικό σύστημα και διάφορα άλλα συμπτώματα,  όπως εξανθήματα με ή χωρίς κνησμό (φαγούρα),εξελκώσεις στο στόμα,κοκκίνισμα ή πόνο στα μάτια, ξηροφθαλμία που εκδηλώνεται με την αίσθηση ότι υπάρχει ξένο σώμα ή σκόνη μέσα στα μάτια, τριχόπτωση, κεφαλαλγία, βήχα, δύσπνοια, πόνους στην κοιλιά, μουδιάσματα στα χέρια ή στα πόδια κ.λπ.
Κλινικά σημεία των ρευματικών παθήσεων
Τα συνηθέστερα κλινικά σημεία  των ρευματικών παθήσεων είναι: - Οίδημα, δηλ. πρήξιμο, ή διόγκωση μιας ή περισσότερων αρθρώσεων. Τα χαρακτηριστικά του πρηξίματος ή της διόγκωσης της άρθρωσης είναι πολύ χρήσιμα στη διάγνωση των ρευματικών παθήσεων. Όταν η διόγκωση της  άρθρωσης ή των αρθρώσεων είναι “σκληρή” στην ψηλάφηση, είναι δηλ. οστική, τότε πρόκειται για οστεοαρθρίτιδα. Αντίθετα, όταν το πρήξιμο ή η  διόγκωση οφείλεται σε οίδημα μαλακών μορίων ή σε συλλογή φλεγμονώδους αρθρικού υγρού μέσα στην άρθρωση, τότε πρόκειται για κάποια φλεγμονώδη ρευματική πάθηση, όπως είναι π.χ. η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα κ.ά. - Ευαισθησία στην πίεση των αρθρώσεων που έχουν προσβληθεί από την πάθηση. - Απώλεια του εύρους των κινήσεων των αρθρώσεων ή της περιοχής του μυοσκελετικού συστήματος που έχουν προσβληθεί από την πάθηση. - Παραμόρφωση. Στην οστεοαρθρίτιδα ή σε προχωρημένα στάδια φλεγμονωδών ρευματικών παθήσεων, που δεν έχει γίνει έγκαιρη διάγνωση ή/και ορθή θερα- πευτική παρέμβαση, μπορεί να αναπτυχθούν παραμορφώσεις των αρθρώσεων που έχουν προσβληθεί από τις παθήσεις αυτές. Σε ασθενείς με φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις μπορεί να εμφανιστούν και επιπλέον κλινικά σημεία, όπως: - Ερυθρότητα, δηλ. κοκκίνισμα, στις αρθρώσεις που έχουν προσβληθεί. Αυτό το σημείο παρατηρείται μόνο σε ορισμένες φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις, όπως π.χ. στις λεγόμενες κρυσταλλογενείς αρθρίτιδες (ουρική αρθρίτιδα, ψευδοουρική αρθρίτιδα), στη λοιμώδη αρθρίτιδα, δηλ. την αρθρίτιδα που οφείλεται σε μικροβιακούς παράγοντες, στο ρευματικό πυρετό κ.ά. - Θερμότητα, δηλ. αυξημένη τοπική θερμοκρασία, στις αρθρώσεις που έχουν προσβληθεί. Αυτό το σημείο παρατηρείται στις φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις.
Διάγνωση των ρευματικών παθήσεων
Γενικά, η  διάγνωση των ρευματικών παθήσεων στηρίζεται: - Στο λεπτομερές ιστορικό - Στην προσεκτική κλινική εξέταση - Στον κατάλληλο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο Παρά τις τεράστιες βιοτεχνολογικές προόδους της εποχής μας, που βρήκαν εφαρμογή και στον τομέα της εργαστηριακής και απεικονιστικής διαγνωστικής διερεύνησης πλείστων νοσημάτων, παραμένει ακόμη γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι πιο ισχυρές “διαγνωστικές δοκιμασίες”  στη  Ρευματολογία είναι το ιστορικό και η κλινική εξέταση. Με άλλα λόγια για τη  συντριπτική πλειονότητα  των  ρευματικών παθήσεων δεν υπάρχουν παθογνωμονικές παρακλινικές εξετάσεις, δηλ. εξετάσεις των οποίων το αποτέλεσμα μπορεί να θέσει τη διάγνωση. Έτσι, το ιστορικό και η κλινική εξέταση αποτελούν τη βάση της διάγνωσης. Πάνω στα  ευρήματα του ιστορικού και της  κλινικής  εξέτασης οικοδομείται η αρχική διαγνωστική  σκέψη  του θεράποντος γιατρού ρευματολόγου. Η διαγνωστική  αυτή σκέψη μπορεί να καταλήγει αρκετές φορές στη διάγνωση της ρευματικής πάθησης ή να περιορίζει σημαντικά το φάσμα των πιθανών διαγνώσεων. Έτσι, ο θεράπων γιατρός προσδιορίζει ποιες παρακλινικές εξετάσεις, δηλ. ποιες εργαστηριακές και ποιες απεικονιστικές εξετάσεις, πρέπει να γίνουν ώστε από τα αποτελέσματά τους να ενισχυθεί ή να τεκμηριωθεί ή, καμιά φορά, να αποκλειστεί η διάγνωση μιας συγκεκριμένης ρευματικής πάθησης. Τελικά στην ορθή διάγνωση κάθε ρευματικής πάθησης οδηγεί η συνεκτίμηση από πλευράς θεράποντος γιατρού ρευματολόγου όλων των δεδομένων του ιστορικού, της κλινικής εξέτασης και του κατάλληλου εργαστηριακού ελέγχου.
Συχνότητα των ρευματικών παθήσεων
Συχνότητα των ρευματικών παθήσεων στο γενικό πληθυσμό: - Οι ρευματικές παθήσεις είναι πολύ συχνές,αφού ο συνολικός επιπολασμός τους, δηλ. η συνολική συχνότητά τους,βρέθηκε στο επίπεδο του 27% των ενηλίκων. - Με άλλα λόγια 1 στους 4 Έλληνες ενήλικες παρουσιάζει κάποια ρευματική πάθηση. Συνολικά, περίπου 2.500.000 ενήλικες Έλληνες πάσχουν από ρευματικές παθήσεις. - Οι ρευματικές παθήσεις προσβάλλουν σημαντικά συχνότερα τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες, το 34% των ενήλικων γυναικών (συνολικά περίπου 1.600.000 γυναίκες) και 20% των ενήλικων ανδρών (συνολικά περίπου 900.000 άνδρες) πάσχουν από ρευματικές παθήσεις. - Η συχνότητα των ρευματικών παθήσεων αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας από 4% στην ηλικιακή ομάδα των 19-28 ετών σε 52% στην ομάδα των 69 ετών και  πάνω. - Επιπτώσεις των ρευματικών παθήσεων στους ίδιους τους ασθενείς,στις οικογένειές τους,στο κοινωνικό σύνολο, στο σύστημα υγείας και στην εθνική οικονομία Σε σύγκριση με όλες τις άλλες ομάδες παθήσεων στο επίπεδο του γενικού πληθυσμού ενηλίκων: - Οι ρευματικές παθήσεις είναι το πιο συχνό χρόνιο πρόβλημα υγείας,αντιπροσωπεύοντας το 39% όλων των χρόνιων παθήσεων.Ακολουθούν, ως δεύτερο αίτιο, οι καρδιαγγειακές παθήσεις με ποσοστό ευθύνης 25%. - Οι ρευματικές παθήσεις είναι το πιο συχνό αίτιο και ευθύνονται για το 47% της  μακροχρόνιας σωματικής ανικανότητας (αναπηρικές συντράξεις κ.λπ.). Ακολουθούν, ως δεύτερο αίτιο, οι καρδιαγγειακές παθήσεις με ποσοστό ευθύνης 22%. - Οι ρευματικές παθήσεις είναι το πιο συχνό αίτιο και ευθύνονται για το 26% του βραχυχρόνιου περιορισμού των  δραστηριοτήτων (άδεια από την εργασία κ.λπ) Ακολουθούν, ως δεύτερο αίτιο, οι παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος με ποσοστό ευθύνης 22%. - Οι ρευματικές παθήσεις είναι το πιο συχνό αίτιο και ευθύνονται για το 20% όλων των ιατρικών επισκέψεων. Ακολουθούν, ως δεύτερο αίτιο, οι καρδιαγγειακές παθήσεις με ποσοστό ευθύνης 18%. - Οι ρευματικές παθήσεις είναι μετά από τις καρδιαγγειακές παθήσεις το δεύτερο σε συχνότητα αίτιο και ευθύνονται για το 24% της λήψης φαρμάκων με ιατρική συνταγή. - Οι ρευματικές παθήσεις είναι μετά από τις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος το δεύτερο σε συχνότητα αίτιο και ευθύνονται για το 18% της λήψης φαρμάκων χωρίς ιατρική συνταγή. 
Υπάρχει πρόληψη για τις ρευματικές παθήσεις;
Πρόληψη στην Ιατρική σημαίνει λήψη και εφαρμογή μέτρων για την παρεμπόδιση της εμφάνισης ενός νοσήματος ή την επίτευξη ύφεσής του ή την παρεμπόδιση της εξέλιξης ενός νοσήματος. Γενικά, η πρόληψη  διακρίνεται σε: - Πρωτογενή - Δευτερογενή -Τριτογενή Τι είναι η πρωτογενής πρόληψη και πώς μπορεί να εφαρμοστεί σε ρευματικές παθήσεις; Στην πρωτογενή πρόληψη εφαρμόζονται μέτρα που έχουν ως στόχο την εξουδετέρωση των αιτιολογικών παραγόντων ή των παραγόντων κινδύνου ορισμένων παθήσεων, ώστε να μην επιτραπεί η κλινική εκδήλωση και η εμφάνιση των συμπτωμάτων, των κλινικών σημείων και των εργαστηριακών ευρημάτων των παθή- σεων αυτών. Μέτρα πρωτογενούς πρόληψης μπορεί να εφαρμοστούν για ορισμένες ρευματικές παθήσεις που γνωρίζουμε τα αίτιά τους ή τους παράγοντες κινδύνου που ευνοούν την εμφάνισή τους και είναι τροποποιήσιμοι, είναι δηλ. παράγοντες που μπορεί με δική μας παρέμβαση να τροποποιηθούν ή να εξουδετερωθούν συμ- βάλλοντας έτσι στην πρόληψη των παθήσεων αυτών. Να δούμε μερικά παραδείγματα. Στην πρώτη πανελλήνια επιδημικολογική έρευνα για τις ρευματικές παθή- σεις που πραγματοποιήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογίας βρέθηκαν οι ακόλοθοι τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για ορισμένες ρευματικές παθήσεις: - Η παχυσαρκία  είναι παράγοντας κινδύνου για την οστεοαρθρίτιδα του γόνατος, την οστεοαρθρίτιδα του ισχίου, την οσφυαλγία, την ουρικη αρθρίτιδα και ορισμέ- νες παθήσεις εξωαρθρικού ρευματισμού, δηλ. παθήσεις των μαλακών μορίων γύρω από τις αρθρώσεις. - Το κάπνισμα  είναι παράγοντας κινδύνου για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα και την οστεοπόρωση - Το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης  είναι παράγοντας κινδύνου για την οσφυαλγία, την οστεοαρθρίτιδα του γόνατος και την οστεοπόρωση. - Οι επαναλαμβανόμενοι επαγγελματικοί μικροτραυματισμοί και η μηχανική επιβάρυνση των αρθρώσεων είναι παράγοντας κινδύνου για την οστεοαρθρίτιδα του γόνατος και την οστεοαρθρίτιδα του ισχίου. - Το μη χειρωνακτικό επάγγελμα είναι παράγοντας κινδύνου για την οστεοαρθρίτιδα των άκρων χειρών, την αυχεναλγία και το αυχενικό σύνδρομο. - Η μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών  είναι παράγοντας κινδύνου για την οστεοπόρωση και την ουρική αρθρίτιδα. - Η χαμηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων,  το περπάτημα λιγότερο από μισή ώρα την ημέρα και η έλλειψη σωματικής άσκησης είναι παράγοντες κινδύνου για την οστεοπόρωση. Επομένως, αντιμετωπίζοντας τους αιτιολογικούς παράγοντες  για όσες παθήσεις τους γνωρίζουμε και τροποποιώντας ή εξουδετερώνοντας τους τροποιποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που υπάρχουν για αρκετές ρευματικές παθήσεις μπορούμε να συμβάλλουμε στην πρωτογενή πρόληψη των παθήσεων αυτών. Τέτοιες παθήσεις είναι: - Ο ρευματικός πυρετός - Η οστεοπόρωση - Η οστεοαρθρίτιδα του γόνατος - Η οστεοαρθρίτιδα του ισχίου - Η ουρική αρθρίτιδα - Η συχνότερη μορφή οσφυαλγίας που οφείλεται σε μυοσυνδεσμική βλάβη και συνήθως έχει σχέση με το λανθασμένο τρόπο που σηκώνουμε βάρη ή που καθό- μαστε στην καρέκλα του γραφείου. - Οι ρευματικές παθήσεις που σχετίζονται με επαγγελματικές ή ερασιτεχνικές δραστηριότητες,  όπως είναι π.χ. ορισμένες παθήσεις της ομάδας του εξωαρθρικού ρευματισμού, δηλ. η επικονδυλίτιδα του αγκώνα και άλλες ενθεσίτιδες, οι τενοντοελυτρίτιδες, οι ορογονοθυλακίτιδες, το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα κ.ά. Σε ό,τι αφορά το  ρευματικό πυρετό , η αποτελεσματική καταπολέμηση των στρεπτοκοκκικών λοιμώξεων με τα κατάλληλα αντιβιοτικά και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου έχουν συντελέσει στο να τείνει η πάθηση αυτή να εξαφανιστεί από τις ανεπτυγμένες χώρες και φυσικά από την Ελλάδα, ενώ εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Για την ανάπτυξη της οστεοπόρωσης , όπως είναι γνωστό από τα ευρήματα πολλών μελετών, είναι καθοριστικός ο ρόλος πολλών παραγόντων κινδύνου. Από τους παράγοντες αυτούς ορισμένοι είναι δυνατόν να τροποποιηθούν και να εξουδετερωθούν, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την πρωτογενή όσο και για τη δευτερογενή πρόληψη της οστεοπόρωσης. Τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου για την οστεοπόρωση πέραν αυτών που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι: - Το χαμηλό σωματικό βάρος - Το κάπνισμα - Η πρώιμη εμμηνόπαυση (πριν από την ηλικία των 45 ετών) - Η αμηνόρροια διάρκειας μεγαλύτερης από ένα χρόνο - Η λήψη ορισμένων φαρμάκων, όπως είναι τα γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη) σε δόση ίση ή μεγαλύτερη από 7,5 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 3 μήνες και η θυροξίνη σε δόση μεγαλύτερη από ό,τι χρειάζεται για την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού. Λαμβάνοντας υπόψη τόσο τους τροποποιήσιμους παράγοντες  κινδύνου για την οστεοπόρωση όσο και τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπτύσσεται η οστε- οπόρωση, η στρατηγική για την πρωτογενή πρόληψη της οστεοπόρωσης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε εθνικό επίπεδο, να αρχίζει από την παιδική και εφηβική ηλικία και να περιλαμβάνει: - Ενημέρωση του κοινού - Καθημερινή λήψη με την τροφή της απαραίτητης ανάλογα με το φύλο και την ηλικία ποσότητας ασβεστίου και βιταμίνης D. - Πρόγραμμα σωματικής άσκησης - Περπάτημα τουλάχιστον μισή ώρα την ημέρα - Ρύθμιση της ανεπάρκειας των οιστρογόνων σε περιπτώσεις πρώιμης εμμηνόπαυσης ή παρατεινόμενης αμηνόρροιας - Διατήρηση κανονικού σωματικού βάρους - Όχι κάπνισμα - Όχι μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών - Σε παθήσεις που επιβάλλεται η λήψη κορτιζόνης, θα πρέπει με βάση τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού να χορηγείται, αν είναι επιτρεπτό, στη μικρότερη δυνατή δόση και πάντως όχι πάνω από τα 7,5 mg πρεδνιζόνης ημερησίως. Αν χρειάζεται μεγαλύτερη δόση, τότε θα πρέπει να λαμβάνεται παράλληλα ασβέστιο και βιταμίνη D με βάση τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ο θεράπων γιατρός μπορεί να κρίνει ότι είναι απαραίτητη και η χορή- γηση ενός διφωσφονικού ή άλλου σχετικού φαρμάκου. Οι ημερήσιες ανάγκες σε ασβέστιο  έχουν υπολογιστεί ότι είναι 1 γραμμάριο για παιδιά μέχρι 10 ετών και για άνδρες μέχρι 65 ετών, ενώ είναι 1,5 γραμμάρια για εφήβους, γυναίκες όλων των ηλικιών και άνδρες άνω των 65 ετών. Οι ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνη D είναι 400-800 διεθνείς μονάδες. Το ασβέστιο λαμβάνεται κυρίως με τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Επομένως, είναι χρήσιμο να αναφερθεί η περιεκτικότητα σε ασβέστιο ανά κιλό γαλακτοκομικού προϊόντος: Γάλα αγελάδας 1,2 γραμ. ανά κιλό, γάλα πρόβειο 2,1 γραμ., γιαούρτι 1,7 γραμ., τυρί φέτα 5 γραμ. και τυρί κίτρινο 10-12 γραμμάρια ανά κιλό. Με άλλα λόγια, πίνοντας κάποιος π.χ. ένα ποτήρι γάλα και τρώγοντας ένα γιαουρτάκι και 100 γραμ. τυρί φέτα ή 50 γραμ. τυρί κίτρινο την ημέρα, παίρνει 1,5 γραμ. ασβεστίου. Εκτός από τα γαλακτοκομικά προϊόντα καλές πηγές ασβεστίου είναι τα ψάρια και τα μεταλλικά νερά, ενώ η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, τα εμ- πλουτισμένα σε βιταμίνη D  γαλακτοκομικά προϊόντα και τα παχιά ψάρια αποτελούν καλές πηγές βιταμίνης D. Το πρόγραμμα σωματικής άσκησης θα πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά για 3-4 ώρες κάθε εβδομάδα και να περιλαμβάνει ασκήσεις που εκτελούνται υπό την επίδραση της βαρύτητας. Τέτοιες ασκήσεις είναι π.χ. το περπάτημα, το ελεγχόμενο τρέξιμο, το τένις, το ανεβοκατέβασμα σκάλας και ο χορός. Τι είναι η δευτερογενής πρόληψη και πώς μπορεί να εφαρμοστεί σε ρευματικές παθήσεις; Η δευτερογενής πρόληψη περιλαμβάνει μέτρα, που εφαρμόζονται όταν έχουν ξεκινήσει οι νοσογόνοι παθογενετικοί μηχανισμοί, και στοχεύει πρώτον, στην προσυμπτωματική διάγνωση, δηλ. στη διάγνωση της νόσου πριν παρουσιάσει συμπτώματα, ή στη διάγνωση της πάθησης σε πρώιμο στάδιο, δηλ. αμέσως μετά την εμφάνισή της, δεύτερον, στην καταστολή των παθογενετικών μηχανισμών και τρίτον, στη μη εμφάνιση των κλινικών εκδηλώσεων της πάθησης ή στον πλήρη έλεγχο και στην ύφεσή τους χωρίς να προκαλούνται λειτουργικές ή άλλες υπολειμματικές βλάβες. Από όλες τις παραπάνω παθήσεις μόνο η οστεοπόρωση  μπορεί να διαγνωστεί σε προσυμπτωματικό στάδιο, δηλ. πριν συμβεί το κάταγμα, που είναι το πρώτο σύμπτωμά της. Για να είναι όμως αυτό εφικτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ορθή εφαρμογή των ενδείξεων για μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η διάγνωση όλων των άλλων παθήσεων μπορεί να γίνει σε πολύ πρώιμο στάδιο, δηλ. κατά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων τους, με την προϋπόθεση της άμεσης προσέλευσης του ασθενούς στο ρευματολόγο του. Τα μέτρα για τη δευτερογενή πρόληψη όλων των παραπάνω παθήσεων εμπίπτουν σε εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση, περιλαμβανόμενης και της τροποποίησης ή εξουδετέρωσης τροποποιήσιμων παραγότων κινδύνου σε όσες παθήσεις υπάρχουν τέτοιοι παράγοντες. Είναι  επομένως αυτονόητο ότι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μέτρων δευτερογενούς πρόληψης για καθεμιά από τις παραπάνω παθήσεις καθορίζονται από το  θεράποντα ιατρό ρευματολόγο με βάση τα συγκεκριμένα κλινικά δεδομένα, που εμφανίζει κάθε ασθενής. Τι είναι η τριτογενής πρόληψη και πώς μπορεί να εφαρμοστεί σε ρευματικές παθήσεις; Η τριτογενής πρόληψη περιλαμβάνει μέτρα που εφαρμόζονται σε οποιοδήποτε στάδιο μιας πάθησης, η οποία για οποιοδήποτε λόγο δεν διαγνώστηκε σε πρώιμο στάδιο. Στους κύριους στόχους της τριτογενούς πρόληψης εντάσσονται: πρώτον, η καταστολή των παθογενετικών μηχανισμών της πάθησης και δεύτερον, η ανα- στολή της περαιτέρω εξέλιξης της πάθησης και η πρόληψη περαιτέρω αρθρικών παραμορφώσεων, λειτουργικών διαταραχών των αρθρώσεων ή και άλλων οργά- νων καθώς και περαιτέρω επιδείνωσης ενδεχόμενης υφιστάμενης ήδη ανικανότητας και αναπηρικών συνεπειών της πάθησης. Είναι προφανές ότι η σημασία της τριτογενούς πρόληψης υπολείπεται εκείνης της πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης, στην εφαρμογή των οποίων κατατείνουν οι σύγχρονες αντιλήψεις. Για τις περισσότερες ρευματικές παθήσεις, η διάγνωση των οποίων γίνεται σε στάδιο μεταγενέστερο από το πρώιμο, μπορεί να εφαρμοστούν μέτρα τριτογενούς πρόληψης. Τα μέτρα αυτά συμπίπτουν με εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των επιμέρους ρευματικών παθήσεων, όπως αυτή σχεδιάζεται και εφαρμόζεται από το θεράποντα γιατρό ρευματολόγο με βάση τα κλινικά και άλλα δεδομένα κάθε ασθενούς.
ΙΑΤΡΕΙΟ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ
Γ. Τερτσέτη 6, Πολύγυρος
Τηλέφωνο: 23714.00830
ΙΑΤΡΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αλεξ. Παπαναστασίου 133, Χαριλάου           Τηλέφωνο: 2314.037070 Λεωφορεία 10, 58, 30 - Στάση Οσία Ξένη
ΙΑΤΡΕΙΟ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ
Γεωργ. Τερτσέτη 6, Πολύγυρος       Τηλέφωνο: 23714.00830      Έναντι Μουσικού Ωδείου
Τηλέφωνα για ραντεβού: 6936.974367         2314.037070 - 23714.00830